πεντάπλοκος

πεντάπλοκος
πεντά-πλοκος, fünffach geflochten; λίνον, fünfdrähtiger Zwirn

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεντάπλοκος — ον, Α ο κλωσμένος με πέντε κλωστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δεκά πλοκος] …   Dictionary of Greek

  • πεντάπλοκον — πεντάπλοκος five times twisted masc/fem acc sg πεντάπλοκος five times twisted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταπλός — ή, ό / πενταπλοῡς, ῆ, οῡν και όος, όα, όον, ΝΑ ο πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον ή κάτι άλλο, πενταπλάσιος νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από πέντε όμοια μέρη 2. αυτός που εμφανίζεται με πέντε μορφές ή επαναλαμβάνεται πέντε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”